Να πούμε καλή χρονιά, γιατί είναι και μια δύσκολη χρονιά αυτή και να σας πω, αγαπητοί συνάδελφοι, ότι αυτό που αποφασίσαμε χθες στην ΚΕΔΚΕ και είναι ομόφωνο, είναι ότι συμμετέχουμε στη διαδικασία και στη διαβούλευση. Ούτε αποδεχτήκαμε το σχέδιο, όπως παρουσιάστηκε από το Υπουργείο, ούτε κάναμε κάποιες παρατηρήσεις, οι οποίες πολύ σωστά έγιναν σήμερα από κάποιους και είπαμε ότι στο Συνέδριο θα ανοίξει ένας διάλογος, ο οποίος θα οδηγήσει και στην προσπάθεια της Αυτοδιοίκησης να συμμετάσχει στη διαμόρφωση του νομοσχεδίου.
Αυτό που παρουσιάστηκε το σχέδιο διαβούλευσης, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί την εισηγητική έκθεση ενός νομοσχεδίου. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι εισηγητική έκθεση και να ακολουθήσουμε τα επιμέρους άρθρα του νομοσχεδίου.
Άρα, κατά συνέπεια, υποχρέωση της Αυτοδιοίκησης – και θεωρώ ανειλημμένη υποχρέωση της Κεντρικής Ένωσης – είναι η συμμετοχής στη διαμόρφωση αυτών των άρθρων, γιατί είναι σαφές ότι υπάρχουν πάρα πολλές παρατηρήσεις, αρκετές ακούστηκαν σήμερα είτε από τον Πρόεδρε, είτε από τα μέλη τους συναδέλφους που μίλησαν προηγούμενα και είναι κρίσιμη αυτή η συμμετοχή μας με μερικά δεδομένα.
Το πρώτο δεδομένο είναι η επιθυμία αλλαγής του διοικητικού μοντέλου της χώρας. Πάμε για διοικητική μεταρρύθμιση. Η συμμετοχή μας σε αυτή τη διοικητική μεταρρύθμιση είναι που θα κρίνει και τους όρους, με τους οποίους θα γίνει. Ελπίζω και εύχομαι να το κρίνει, να μην υπάρχουν δεδικασμένα, τετελεσμένα.
Οι απογοητεύσεις της Αυτοδιοίκησης έχουν και ιστορικό παρελθόν, από την προηγούμενη θητεία.
Ο δεύτερος όρος να ανιχνεύσουμε γιατί πρέπει να γίνει η μεταρρύθμιση ή γιατί δεν έγινε. Είπα στον Υπουργό Εσωτερικών τον απελθόντα και το είπα με απόλυτη ειλικρίνεια και λεφτά έδωσες και μεταρρύθμιση δεν έκανες. Γιατί είναι βέβαιο ότι οι οικονομικοί πόροι την τετραετία που τρέχουμε ήταν σημαντικά αυξημένοι σε σχέση με τους πόρους της προηγούμενης κυβερνητικής θητείας. Άρα και λεφτά πήγαν στην Αυτοδιοίκηση, που θα μπορούσαν να στηρίξουν την οικονομική μεταρρύθμιση και δεν τόλμησε η κυβέρνηση να κάνει την μεταρρύθμιση, ίσως κάτω από το κλίμα του τελευταίου έτους. Είναι μια πραγματικότητα. Η κοινή γνώμη είχε μεταστραφεί και αυτό φαινόταν. Άρα, σε τέτοια δύσκολη συγκυρία, τέτοιο πολιτικό τοπίο, είναι δύσκολο να αποτολμήσεις μία τέτοια μεταρρύθμιση.
Είναι κρίσιμος παράγοντας ποιους έχουμε συμμάχους σε αυτή την επιχειρουμένη διοικητική μεταρρύθμιση. Πρώτος σύμμαχος πιστεύω ότι είναι η γενικευμένη κρίση που υπάρχει στην κοινωνία, η οποία έχει κοινωνικά, έχει οικονομικά, έχει προβλήματα αποκλεισμού, προβλήματα εργασίας. Όλα αυτά δημιουργούν την αίσθηση και την απαίτηση μιας ριζικής αλλαγής στη δομή του κράτους, όπως λειτουργεί σήμερα. Άρα λοιπόν, έχουμε σύμμαχο την κρίση στην επιχειρούμενη διοικητική μεταρρύθμιση.
Ο δεύτερος σύμμαχος είναι ότι σταδιακά αλλάζει η νοοτροπία της κοινωνίας. Δεν ζούμε ούτε στην εποχή του 1970, ούτε του ’80, ούτε του 2000. Έχουμε δέκα χρόνια ευρώ σε λίγες μέρες ή έχουμε ήδη δέκα χρόνια ευρώ.
Το τρίτος παράγοντας είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αιρετών, η απόλυτη της Δευτεροβάθμιας Αυτοδιοίκησης, αλλά και η σημαντική πλειοψηφία της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης είναι υπέρ της διοικητικής μεταρρύθμισης. Από την ΕΝΑΕ είναι ομόφωνη η πρόθεση. Δεκατρείς από πενήντα πέντε, σαράντα δύο από το πολιτικό προσωπικό καταργούνται και λένε ναι. Είναι απόλυτα αντιληπτή αυτή η αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης σε δευτεροβάθμιο επίπεδο και σε εμάς μια σημαντική πλειοψηφία.
Ο τέταρτος όρος που απαιτεί είναι η αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού πια της χώρας. Όλοι είπατε ότι ζούμε σε ένα μοντέλο, το οποίο είναι ξεπερασμένο. Αυτό το αποδέχονται όλοι οι παράγοντες της δημόσιας ζωής. Απλά, κάποιοι δεν τολμούν αυτό που θα παραδέχονται να το μετουσιώσουν σε πράξη.
Ο πέμπτος παράγοντας είναι η ίδια η κοινωνία. Μπορεί να μην ξέρουμε ή να ακούγεται καλά στα αυτιά ότι καταργούμε 700 Δημάρχους και Αντιδημάρχους και αυτό σημαίνει περιστολή του κόστους, είναι αστεία αυτή η περιστολή του κόστους και είναι αδόκιμο το επιχείρημα ότι θα μειωθεί το κόστος της Αυτοδιοίκησης αν καταργήσουμε τη μισθοδοσία του πολιτικού προσωπικού. Αυτό ηχεί καλά στην κοινωνία. Όμως εκείνο που προσδοκά περισσότερο είναι τη βελτίωση των υπηρεσιών που δώσουμε. Αυτό κάνει την κοινωνία να είναι ευνοϊκή προς στην Αυτοδιοίκηση. Όχι γιατί θα περισταλούν 100.000.000, πόσο είναι όλο το κόστος ετήσια, των μισθοδοτούμενων αιρετών, οι οποίοι μάλιστα σημειώνω ότι μισθοδοτούνται και πάρα πολύ χαμηλά, τουλάχιστον έχω ζήσει αυτή την εμπειρία αρκετά χρόνια. Αυτά είναι που συνηγορούν υπέρ της μεταρρύθμισης.
Να δούμε τώρα τι είναι απέναντι σε αυτή την ιστορία. Το πρώτο πράγμα που είναι απέναντι και εγώ θα συμφωνήσω με τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας είναι η δομή του συστήματος. Το άντρο του πολιτικού συστήματος της χώρας είναι η Β΄ Περιφέρεια. Οι εκάστοτε αντιδράσεις της είναι γνωστές, τις ξέρετε. Δεν πρέπει να αλλάξει τίποτα, γιατί από εκεί αναδεικνυόμαστε, από εκεί προωθούμαστε, από εκεί γινόμαστε Υπουργοί, από εκεί γινόμαστε Πρωθυπουργοί και ούτω καθεξής.
Άρα λοιπόν, ένα δεδομένο είναι αυτή η παγιωμένη αντίληψη, Εγώ δεν ξέρω αν την έχουν όλοι, αλλά κάποιοι την κρατούν ακόμα στο μυαλό τους, που δεν θέλει αυτή την αλλαγή. Είπε ο κύριος Καμαράς σωστά ότι δεν μπορούμε να λέμε ότι θα κατατμίσουμε την Περιφέρεια Αττικής, μια μονάδα, η οποία έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες σε ότι αφορά την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. Αν έχουμε μία απορροφητικότητα, αυτή οφείλεται περισσότερο στην αναποτελεσματικότητα των μηχανισμών των περιφερειακών της περιφέρειας της Ελλάδας και όχι του κέντρου. Δεν μπορούμε λοιπόν να την κόψουμε αυτή, γιατί πρέπει να έχουμε δύο, τρεις, πέντε Περιφερειάρχες στο Λεκανοπέδιο. Όχι. Η Περιφέρεια της Αττικής είναι η καρδιά της χώρας, οφείλει πράγματι να συμμετέχει στον εθνικό σχεδιασμό, παραχωρώντας πόρους σε σχέση με το πληθυσμιακό της ποσοστό, αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε ότι θα την κατακερματίσουμε, δεν μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα.
Το πρώτο λοιπόν απέναντι είναι η δομή του πολιτικού συστήματος που έχουμε σήμερα.
Το δεύτερο και πάρα πολύ σημαντικό είναι η πιθανή δημοσιονομική οικονομική αδυναμία στήριξης αυτής της μεταρρύθμισης. Λέει η κυβέρνηση και εξαγγέλλει «Θα δώσω 650.000.000 από το ΕΣΠΑ ή από τα ΠΕΠ ή δεν ξέρω που και θα δώσω 4.000.000.000 διαχρονικά ανά έτος πορείας εφαρμογής της διοικητικής μεταρρύθμισης». Ξέρετε στην Ελλάδα υπάρχουν μερικοί αστάθμητοι παράγοντες. Μπορεί αυτά τα λεφτά η δημοσιονομική συγκυρία να μην επιτρέψει να μεταφερθούν προς την Αυτοδιοίκηση. Αυτό θα είναι ένα τεράστιο κενό στην προσπάθεια υλοποίησης και επιτυχίας του εγχειρήματος. Γιατί έχουμε και τέτοια ιστορικά δεδομένα. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι, όταν το Γενικό Λογιστήριο κοστολογεί τις δαπάνες του κράτους, τις κοστολογεί κατά το δοκούν.
Υπάρχει μία Επιτροπή της ΚΕΔΚΕ, η οποία υποτίθεται, βλέπω και αρκετούς συναδέλφους από την ΚΕΔΚΕ, δεν ξέρω αν ο κύριος Ζαφειρόπουλος ήταν σε αυτή την Επιτροπή, η οποία υποτίθεται ότι παρακολουθεί την εκτέλεση του ετήσιου προϋπολογισμού. Αν οι εκταμιεύσεις προς την Αυτοδιοίκηση είναι αντίστοιχες με τους εισπραττόμενους φόρους. Δηλαδή, αν δίνεται αυτό το 19,5%. Αυτή η Επιτροπή έχει συγκροτηθεί από το 1999-2000 και έχει συνέλθει στα δέκα χρόνια μια φορά. Είναι άβατο το Γενικό Λογιστήριο. Αυτή λοιπόν η δημοσιονομική αδυναμία αποτελεί ένα εγγενή κίνδυνο επιτυχίας του εγχειρήματος και εδώ πρέπει να είναι απόλυτη η Αυτοδιοίκησή μας απέναντι σε οποιαδήποτε παρακράτηση θεσμοθετημένων πόρων της Αυτοδιοίκησης και νομίζω ότι είμαστε όλοι. Δεν υπάρχει κανένας που να λέει κάνω εκπτώσεις σε αυτό το εγχείρημα.
Ο τρίτος παράγοντας, που μπορεί να είναι αρνητικός σε αυτή τη μεταρρύθμιση είναι αυτός που υπήρξε και στην πρώτη μεταρρύθμιση. Οι τοπικές παρεμβάσεις. Γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι ο πρώτος Καποδίστ