Η αναδιάρθρωση της Αυτοδιοίκησης με τον Νόμο «Καλλικράτης» υπήρξε από τις λίγες θεσμικές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια που υλοποιήθηκαν με επιτυχία και αποτελεσματικότητα.
Ωστόσο, στον ένα χρόνο εφαρμογής του Νόμου έχουν αναδειχθεί μια σειρά δυσλειτουργίες και προβλήματα των νέων ρυθμίσεων που χρήζουν διορθωτικής παρέμβασης. Έχουμε λάβει επανειλημμένες δεσμεύσεις από την κυβέρνηση ότι οι αναγκαίες αλλαγές
θα συμπεριληφθούν σε Νομοσχέδιο που θα κατατεθεί σύντομα στη Βουλή, αυτός λοιπόν είναι ένας παραπάνω λόγος να αποσαφηνίσουμε μέσα από το Συνέδριο της ΚΕΔΕ σε λίγες μέρες τις δικές μας προτάσεις.
Αναλυτικές εισηγήσεις για τα θεσμικά αιτήματα της Αυτοδιοίκησης, όπως και για τα Οικονομικά και τα πολύ κρίσιμα αυτό τον καιρό Θέματα της Κοινωνικής Πολιτικής θα γίνουν στη συνέχεια από τους εκλεκτούς συναδέλφους που έχουν επιφορτιστεί σήμερα
με αυτή την ευθύνη και τους ευχαριστώ θερμά.
Να τονίσω απλώς ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο του αιτήματος μας για διορθώσεις στον «Καλλικράτη» είναι η διασφάλιση της εξυπηρέτησης των δημοτών μας. Η γραφειοκρατικοποίηση των διαδικασιών ή η αδυναμία υλοποίησης κάποιων από τους νέους θεσμούς καταλήγει πάντα εις βάρος του τελικού χρήστη των υπηρεσιών και λειτουργιών μας, που είναι ο πολίτης.
Όπως επίσης προς το συμφέρον των πολιτών θα είναι
και η αποσαφήνιση των διαδικασιών κρατικού ελέγχου των ΟΤΑ, η επίλυση των τριβών που σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν με το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Δεν υποτιμούμε τη βαρύτητα και μιας άλλης δέσμης προβλημάτων, που συνδέονται με την καταστατική θέση των αιρετών, τους διάφορους περιορισμούς που τους έχουν επιβληθεί αλλά και τις αλλεπάλληλες οικονομικές και φορολογικές ρυθμίσεις που νομίζω με πνεύμα υπερβολής και αδικαιολόγητης προκατάληψης
έχουν επιβαρύνει υπέρμετρα τους αιρετούς. Ας προσέξει η κεντρική εξουσία μήπως με τον τρόπο αυτό η ενασχόληση με την Αυτοδιοίκηση γίνει ένα προνόμιο αποκλειστικά των πλουσίων, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης στην ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Πιστεύω ότι κάθε Δήμαρχος θεωρεί τους εργαζόμενους στην Αυτοδιοίκηση σαν φίλους και συνεργάτες, και τα προβλήματα τους σαν δικά μας προβλήματα. Μαζί λοιπόν με τους εργαζόμενους λέμε όχι στην ιδιωτικοποίηση λειτουργιών των Δήμων, που θα οδηγήσει στην υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων στους πολίτες υπηρεσιών. Υποστηρίζουμε το δίκαιο και αυτονόητο θα έλεγα αίτημα τους για σταθερές σχέσεις εργασίας, για εργασιακή ασφάλεια στην απασχόληση στους ΟΤΑ.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει σηκώσει υπέρμετρα μεγάλο βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας.
Η μείωση των πόρων της Αυτοδιοίκησης το 2011
έφτασε το 50% και μόλις την τελευταία στιγμή, μετά από διαρκείς συναντήσεις και πιέσεις της ΚΕΔΕ στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, αποφύγαμε τη θεσμοθέτηση στον Κρατικό Προϋπολογισμό μιας νέας δραματικής περικοπής στη χρηματοδότηση των Δήμων.
Η διατύπωση που χρησιμοποίησα μόλις τώρα είναι σκόπιμη: αυτό που επιτύχαμε ήταν να αποφύγουμε να περάσουν από τώρα νέες περικοπές. Δεν θεωρώ ότι έχουμε στ’ αλήθεια διασφαλίσει τα πρόσθετα 450 εκατομμύρια Ευρώ με τα οποία, και συνυπολογίζοντας και την απευθείας απόδοση της ΣΑΤΑ, φτάνουμε στα περσινά νούμερα. Πολύ φοβάμαι ότι θα χρειαστεί δυο και τρεις φορές μέσα στη χρονιά να αγωνιστούμε για να υπερασπιστούμε αυτά τα ελάχιστα, τα απολύτως απαραίτητα για να λειτουργήσουμε στοιχειωδώς.
Η κατάσταση επιδεινώνεται βέβαια από το συνολικό κλίμα ρευστότητας στο οποίο είναι βυθισμένη η πολιτική ζωή του τόπου και οι προοπτικές της οικονομίας. Ρευστότητα η οποία από μόνη της
δημιουργεί αρνητικές και επικίνδυνες παρενέργειες
όχι μόνον στην ψυχολογία των πολιτών αλλά και στην σταθερότητα και αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος.
Απορίας άξιο είναι λοιπόν το γεγονός ότι προγράμματα από τα οποία θα μπορούσαμε να καλύψουμε κάποιες ανάγκες, να χρηματοδοτήσουμε κοινωφελείς λειτουργίες και μικροέργα, δημιουργώντας έτσι πολύτιμες ρωγμές στο ασφυκτικό πλέγμα περιορισμών που μας επιβάλλει η οικονομική δυσπραγία, καθυστερούν για μήνες
ενώ τα χρήματα κυριολεκτικά είναι εκεί και περιμένουν.
Θεσμικές προτάσεις για τα Οικονομικά έχουν κατατεθεί επανειλημμένα από την πλευρά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με στρατηγικότερη ανάμεσα τους την πρόταση για την μεταφορά της αρμοδιότητας προσδιορισμού και είσπραξης συγκεκριμένων φόρων και τελών στην Αυτοδιοίκηση, σε αντιστοιχία βέβαια με τη συνεισφορά της
και τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει απέναντι στους πολίτες.
Δεν πιστεύω όμως ότι η πολιτική και κοινωνική συγκυρία ευνοεί τη διεξαγωγή τώρα αυτής της συζήτησης. Αντίθετα μάλιστα, η υπερβολική φορολογική επιβάρυνση των πολιτών το τελευταίο διάστημα αυξάνει τον αριθμό αυτών που δηλώνουν αδυναμία να ανταποκριθούν σ’ αυτές τις υποχρεώσεις τους, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε ως Δήμοι με σοβαρές απώλειες και στα ανταποδοτικά τέλη.
Να τονίσω στο σημείο αυτό ότι καθόλου δεν με βρίσκει σύμφωνο η φιλολογία που μέσα στη χρονιά αναπτύχθηκε,
περί «υπερχρεωμένων Δήμων» και της εξυγίανσης τους.
Οι Δήμοι δεν είναι ούτε επιχειρήσεις, κύριοι συνάδελφοι για να επιδιώκουν την κερδοφορία, αλλά ούτε είναι η κεντρική εξουσία που καταρτίζει τον Προϋπολογισμό. Άρα τι συμβαίνει συνήθως; Οι Δήμοι ξοδεύουν για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς τους πολίτες και η κεντρική εξουσία δεν διαθέτει τα χρήματα για την κάλυψη αυτών των υποχρεώσεων. Αφήστε που κάποιοι Δήμοι αναγκάζονται να δανειστούν για την απόκτηση
απολύτως απαραίτητων ακινήτων, χώρων πρασίνου ή χώρων για κτίρια κοινωφελών χρήσεων. Μην τα τσουβαλιάζουμε λοιπόν όλα κάτω από ένα τίτλο «υπερχρεωμένοι Δήμοι» και δημιουργούμε λανθασμένες εντυπώσεις.
Θεωρώ λοιπόν ότι το πλέον σωστό είναι ως Πρώτος Βαθμός Αυτοδιοίκησης να ενώσουμε τη φωνή μας με όλες εκείνες τις φωνές, των δημοτών μας, των επαγγελματικών και κοινωνικών φορέων, των ειδικών επιστημόνων, που ζητούν να τροποποιηθεί
το μίγμα οικονομικής πολιτικής προς μια άλλη, πιο αναπτυξιακή κατεύθυνση, που θα αφήνει τα περιθώρια και στην Αυτοδιοίκηση να ασκήσει τον κοινωφελή, κοινωνικό και αναπτυξιακό της ρόλο.
Κινούμενοι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, δικαιούμαστε να ζητήσουμε, να απαιτήσουμε αν θέλετε, από την κεντρική εξουσία την πιστή τήρηση τουλάχιστον των πρόσφατα συμφωνημένων για τη χρηματοδότηση της Αυτοδιοίκησης το 2012 αλλά επίσης την επίλυση των προβλημάτων
με τη χρηματοδότηση των μεταφερόμενων αρμοδιοτήτων,
το Βοήθεια στο Σπίτι κλπ. και τις όποιες ρυθμίσεις κριθούν απαραίτητες για την εξυπηρέτηση του υφιστάμενου δανεισμού της Αυτοδιοίκησης χωρίς τον οικονομικό στραγγαλισμό της. Σε κάθε περίπτωση, απαιτούμε από την κεντρική εξουσία την πλήρη διασφάλιση της μισθοδοσίας κάθε εργαζόμενου στην Αυτοδιοίκηση και να μην υπάρχουν πουθενά φαινόμενα καθυστέρησης στην πληρωμή δεδουλευμένων αμοιβών.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Πολύ λίγοι ανέμεναν την μεγάλη οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008, αλλά ακόμη λιγότεροι φαντάζονταν την αγριότητα με την οποία θα χτυπούσε τις πιο αδύναμες οικονομίες της Ευρώπης.
Αυτή είναι και η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα της κρίσης
που διανύουμε σε σχέση με προηγούμενα επεισόδια της τελευταίας εικοσαετίας. Ότι η χρηματοπιστωτική κρίση μετατράπηκε σε κρίση κρατικού χρέους και μάλιστα χρέους των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Είναι τέτοιο το μέγεθος του προβλήματος που δημιουργείται για την πραγματική οικονομία και κατά συνέπεια για την κοινωνία, που άρχισε από οικονομολόγους να χρησιμοποιείται ο όρος «Νέος Τρίτος Κόσμος» για να περιγράψει τα υπερχρεωμένα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτη αναφορά βέβαια στην Ελλάδα.
Η περιγραφή αυτή της κατάστασης έχει σημασία, γιατί οδηγεί στον προσδιορισμό των απαντήσεων στο ερώτημα
για τον κοινωνικό ρόλο της Αυτοδιοίκησης σήμερα.
Σε μια ευημερούσα κοινωνία, όπου υπάρχουν μόνον θύλακες σχετικής φτώχειας και περισσότερο προσωπικές περιπτώσεις εξαθλίωσης αναγόμενες σε ειδικά αίτια, η κοινωνική πολιτική έχει ένα συγκεκριμένο, εξατομικευμένο χαρακτήρα.
Ξέραμε δηλαδή οι Δήμαρχοι ότι στην πόλη μας είχαμε 30-40 οικογένειες που χρειάζονταν συστηματικά βοήθεια ή 5-10 περιστασιακά άστεγους συνήθως εξαρτημένα άτομα.
Σήμερα, η Νέα Φτώχεια χτυπά μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, άτομα και οικογένειες που μέχρι πρόπερσι ένιωθαν ότι ανήκουν στα μεσαία στρώματα. Η Νέα Φτώχεια δεν είναι εξατομικευμένη, θα τολμήσω να πω ότι δεν συνοδεύει πλέον τον κοινωνικό αποκλεισμό, γιατί από μόνη της είναι μαζικό κοινωνικό φαινόμενο.
Αυτά σημαίνουν ότι οι κοινωνικές παρεμβάσεις της Αυτοδιοίκησης καλούνται να κινηθούν σε μια άλλη, πρωτόγνωρα μεγάλη κλίμακα. Καταλαβαίνω ότι δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι για αυτό. Οι Κοινωνικές Υπηρεσίες των Δήμων κινούνται με την πεπατημένη της προηγούμενης περιόδου, εντοπίζουν τους «παραδοσιακούς φτωχούς» της κάθε πόλης, που αποτελούν ένα κλάσμα μόνον του σημερινού προβλήματος.
Και αλήθεια κύριοι συνάδελφοι, ας συλλογιστούμε πόσο δύσκολη,
πόσο αμήχανη για όλους κατάσταση διαμορφώνεται όταν η Κοινωνική μας Υπηρεσία καλείται να συνδράμει συμπολίτες μας που μόλις πρόπερσι προσέφεραν οι ίδιοι στους εράνους για τους φτωχούς.
Είναι προφανές ότι δεν έχουμε ούτε στο ελάχιστο τα χρήματα και το προσωπικό για να ανταπεξέλθουμε στο σύνολο του προβλήματος. Από την άλλη, δεν δικαιούμαστε και προφανώς δεν θέλουμε να παρακολουθούμε απαθείς.
Κρίσιμη σημασία αποκτούν οι κοινωφελείς δράσεις μας:
οι Παιδικοί Σταθμοί, τα ΚΑΠΗ, οι δωρεάν υπηρεσίες υγείας και ότι άλλο. Γιατί με χρήση πόρων που έτσι κι αλλιώς δαπανούσαμε μπορούμε να προσφέρουμε μια έμπρακτη στήριξη σε πραγματικά μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας. Η πρακτική απαλλαγών και μειώσεων στα τροφεία για τους οικονομικά ασθενέστερους είναι αναφαίρετο τμήμα αυτής της μορφής κοινωνικής πολιτικής.
Για την υλική στήριξη των φτωχών και μακροχρόνια ανέργων, οι αντικειμενικά περιορισμένες αλλά πάντως υπαρκτές δυνατότητες
της Αυτοδιοίκησης μπορούν και πρέπει να συνδυαστούν με τις αντίστοιχες προσπάθειες της Εκκλησίας και των εθελοντικών κινήσεων πολιτών. Να επιδιώξουμε δηλαδή να αποτελέσουμε τη «μαγιά» γύρω από την οποία θα μαζευτούν πολύ περισσότεροι, για να κάνουμε όλοι μαζί περισσότερα.
Υπάρχουν πάντα τα διαδικαστικά προβλήματα και οι διοικητικές απαγορεύσεις που φαίνονται τόσο αναντίστοιχες με τη σημερινή πραγματικότητα και τις ανάγκες. Για παράδειγμα, δεν μας επιτρέπεται να συγκεντρώσουμε σε ένα τραπεζικό λογαριασμό χρήματα για τους σκοπούς αυτούς, όπως μπορεί άνετα να κάνει το φιλόπτωχο ταμείο κάθε ενορίας.
Να ζητήσουμε λοιπόν από την κεντρική εξουσία την απλούστευση κάποιων διαδικασιών και την άρση περιορισμών, όσον αφορά δράσεις που αφορούν την κοινωνική πολιτική. Και να απλώσουμε χέρι συνεργασίας σε κάθε κίνηση ενεργών πολιτών ή μεμονωμένο άνθρωπο που θέλει να συνδράμει την προσπάθεια μας.
Με κεντρικό στόχο να μην αφήσουμε κανέναν πολίτη μόνον του μπροστά στη φτώχεια και την ανεργία, να μη δεχθούμε καμιά οικογένεια να στερηθεί την αξιοπρεπή διαβίωση.