Φίλες και Φίλοι,
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, θα δούμε ότι για το Εθνικό Χωροταξικό πρόβλημα της Ελλάδος, έχουν ασχοληθεί κατά καιρούς οι Κυβερνήσεις από την δεκαετία του ΄70 που είχε ξεκινήσει με τίτλο «Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο και Πρόγραμμα της Ελλάδος».
Τελικώς, η όλη μελέτη ενεκρίθη και παρελήφθη το 1982 από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, αλλά ουδέποτε έγινε νόμος του Κράτους.
Αντίθετα προχωρήσαμε σε πολεοδομικό σχεδιασμό, δηλαδή ένα επίπεδο πιο κάτω.
Είναι αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε να μπει μια τάξη στον χώρο της Ελλάδος και ειδικότερα της Αττικής.
Η Χωροταξία είναι μια δυναμική κατάσταση που πρέπει να εξελίσσεται συνεχώς, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ένα στατικό μέγεθος, πόσο μάλλον που έως σήμερα δεν υπήρχε. Ενώ στην Αττική η οποία υφίσταται κάθε είδους πιέσεις αντικρουόμενων συμφερόντων, είχαν αφεθεί τα πράγματα χωρίς ολοκληρωμένο σχεδιασμό.
Βέβαια το Ρ.Σ.Α προσπάθησε να οδηγήσει τα πράγματα στον σωστό δρόμο, δεν διέθετε όμως τις κατευθύνσεις του υπερκείμενου Χωροταξικού Σχεδιασμού, του Εθνικού δηλ. Σχεδιασμού, αφού αυτός δεν είχε θεσμοθετηθεί.
Μιλώντας για το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας, το πρώτο που μας έρχεται είναι η εικόνα του ίδιου του Αντώνη Τρίτση και η αρχή της σύγχρονης θεώρησης των χωροταξικών και πολεοδομικών πραγμάτων στην Ελλάδα, ενώ ο πλήρης τίτλος του μας θυμίζει τον κύριο σκοπό του, ότι συνιστά δηλαδή το πρώτο «πρόγραμμα προστασίας του περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας».
Ξεκινώ έτσι για να δηλώσω εξ’ αρχής ότι, εμείς ως ΤΕΔΚΝΑ, πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο η αναθεώρηση του Ρ.Σ.Α. θα αποτελέσει το ίδιο σημαντικό βήμα για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής της πόλης, όπως και τότε ή αν στοχεύει μόνο στην αποσπασματική «τακτοποίηση» έργων και προγραμμάτων.
Θυμίζω ότι στην πορεία του χρόνου από το 1985, οπότε και ψηφίστηκε, μέχρι και σήμερα, το Ρ.Σ.Α. τροποποιήθηκε αρκετές φορές σημειακά και μία φορά γενικότερα επ’ ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ στην πράξη καμία από αυτές δεν αποσκοπούσε στην εκπλήρωση του κύριου σκοπού του.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να διαγνώσουμε τον σκοπό της αναθεώρησης του Ρ.Σ.Α. και να εξασφαλίσουμε τη διατήρηση και ενδυνάμωση των αξιών που θέσπισε το Ρ.Σ.Α. του 1985.
Συμφωνούμε ότι 20 και πλέον χρόνια είναι πολλά χρόνια, ότι είναι καιρός να ξαναμιλήσουμε, να αναλύσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε την πορεία αυτής της πόλης.
Είναι χρόνος επίσης και ιδιαίτερα σημαντικό να εξετάσουμε και τον βαθμό επίτευξης των στόχων που ετέθησαν από το Ρ.Σ.Α., για να εντοπίσουμε τους λόγους εκείνων που πέτυχαν και εκείνων που απέτυχαν, ώστε η εμπειρία αυτή να αξιοποιηθεί στον προτεινόμενο επανασχεδιασμό του.
Για πρώτη φορά από την σύσταση στη σύγχρονη ιστορία της Αθήνας ο πληθυσμός σταθεροποιήθηκε, δεν κράτησε όμως για πολύ.
Το ιστορικό κέντρο αναβαθμίστηκε και οι αρχαιολογικοί χώροι εν μέρει ενοποιήθηκαν, η Ψυτάλλεια λειτούργησε, το μαύρο νέφος έφυγε άλλα ήρθε το άσπρο.
Οι ορεινοί όγκοι, των οποίων η προστασία θεσμοθετήθηκε όμως, δεν πρασίνισαν και δεν αποτελούν εκτεταμένους χώρους αναψυχής του αστικού πληθυσμού, ο πλέον πολύτιμος βιότοπος της Αττικής, ο Εθνικός Δρυμός της Πάρνηθας κάηκε, το παραλιακό μέτωπο δεν ενοποιήθηκε αλλά αντίθετα ιδιωτικοποιήθηκε, η πολυκεντρική πόλη με την ανάδειξη των υπερτοπικών παραδοσιακών κέντρων Δήμων δεν πραγματοποιήθηκε και δίνει άνισο αγώνα από τη δημιουργία νέων «πολεοδομικών κέντρων σε αδόμητη γη».
Η αναθεώρηση είναι αναγκαία για την εξέταση και ένταξη στο σχεδιασμό έργων με μητροπολιτική εμβέλεια όπως το Μετρό, το νέο Αεροδρόμιο, οι νέοι οδικοί άξονες, το νέο σύστημα λιμανιών στην Αττική. Τα έργα αυτά έχουν προκαλέσει σημαντικές επιπτώσεις στις περιοχές γύρω από αυτές και η επανεξέταση του περιαστικού χώρου στο Θριάσιο, στα Μεσόγεια, στη Λαυρεωτική και το πώς λειτούργησαν οι Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου στην πράξη είναι σημαντικό.
Για την Δυτική Αττική, η αποτελεσματική ανάσχεση της διαίρεσης της πόλης (στόχος του Ρ.Σ.Α.) πρέπει να είναι ζητούμενο με ιδέες πρωτοποριακές.
Οι παλιές αδυναμίες πρέπει να αντιμετωπισθούν ως νέα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα, εφόσον είναι ζητούμενο για την Μητροπολιτική Αθήνα στα πλαίσια ενός διεθνούς ευρύτερου πλαισίου, τότε είναι ζήτημα και της Δυτικής Αθήνας.
Η αποβιομηχάνιση, τα παλιά βιομηχανικά κελύφη πρέπει να λειτουργήσουν ως θερμοκοιτίδες νέων αντιλήψεων με αιχμή την τεχνολογία, την έρευνα.
Οι πρώην βιομηχανικές περιοχές όπως ο Ελαιώνας, αποτελούν σήμερα δυναμικά πεδία μετάλλαξης της πόλης, προσδίδουν νέα δυναμική αρκεί να λειτουργήσουν στη σωστή κατεύθυνση στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού, σε συνέργεια με τις υφιστάμενες δομές της πόλης και με αποτελεσματικά πολεοδομικά εργαλεία.
Παράλληλα με ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να σκύψουμε στις μεταποιητικές μονάδες / βιοτεχνίες που απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων και εν τέλει που υποστηρίζουν, αλλά και δίνουν ζωή στην πόλη.
Πρέπει να μελετήσουμε τη μίξη των χρήσεων γης από μια σύγχρονη σκοπιά στα πλαίσια νέων τεχνολογιών μείωσης ρύπων και αρνητικών επιπτώσεων, να εντοπίσουμε και να διατηρήσουμε τις αστικές βιοτεχνίες και τα αστικά επαγγελματικά εργαστήρια που πάντοτε συνυπήρχαν με την κατοικία.
Είναι σημαντικό να αντιμετωπίσουμε σκεπτικά και ισορροπημένα τα μεγάλα έργα υποδομής και το ρόλο τους στην ανάπτυξη της πόλης.
Οι ταχείες λεωφόροι δεν αργούν να κορεσθούν καθώς δημιουργούν μία πλασματική αίσθηση βελτίωσης των κυκλοφοριακών συνθηκών, ο στόλος των αυτοκινήτων αυξάνεται και το πραγματικό πρόβλημα μετατίθεται για αργότερα, διογκωμένο.
Παλιά οι λεωφόροι, τα βουλεβάρτα, αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη των πόλεων, ισχυρά αστικά δομικά στοιχεία. Σήμερα οι αστικοί αυτοκινητόδρομοι συνιστούν φράγματα που διασπούν τον οικιστικό ιστό.
Αντίθετα, είμαστε θετικοί σε δημόσιες επενδύσεις επέκτασης του Μετρό και στον σταδιακό, αλλά ταχύ σχεδιασμό του ολοκληρωμένου συστήματος Μέσων Μαζικής Μεταφοράς και δη σταθερής τροχιάς που θα υποστηρίζει την πολυκεντρική πόλη. Ο κάθετος άξονας στη Δυτική Αθήνα – Πειραιά ή ακόμα ένας περιφερειακός δακτύλιος ΜΜΜ σταθερής τροχιάς συμπληρωματικά με το μέχρι σήμερα ακτινωτό σύστημα πρέπει να προταθούν.
Πρόσθετα είναι ενδιαφέρον να τεθούν νέα θέματα όπως η «ηλεκτρονική πόλη» ή πως οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να στραφούν προς μία άλλη πιο τοπική κλίμακα πιο σύνθετη μεν, αλλά πιο αποτελεσματική, καθώς επιτρέπει τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των πολιτών και παράλληλα αναδεικνύει την πολυκεντρική τουριστική πόλη.
Δηλαδή το απλό, το ζητούμενο για την Αθήνα είναι να γίνει μία ευχάριστη ποιοτική πόλη που να κρατά τους επισκέπτες της αντί να τους διώχνει, που να ενισχύει το συγκριτικό της πλεονέκτημα που είναι ο Πολιτισμός της, που να μπορέσει να ξαναδημιουργήσει την «ατμόσφαιρα» της πόλης, και όχι ένα νέο συνεδριακό κέντρο, ένα νέο εκθεσιακό, μία νέα μαρίνα ή άλλα έργα υποδομής.
Πρέπει επίσης να αναλάβουμε τις ευθύνες μας στη διαχείριση των απορριμμάτων στα πλαίσια, αφενός της μείωσης του όγκου τους, πιθανόν με μία κοινή συνθήκη όχι του Κιότο αλλά της Αθήνας, δηλαδή με ποσοτικά μεγέθη στόχους ανά Δήμο βάσει πληθυσμού και χρήσεων γης, με παράλληλη ανάπτυξη τεχνολογιών και μεθόδων διαχείρισης, όπου τα σκουπίδια δεν θα είναι πλέον σκουπίδια αλλά «ανακυκλούμενος αστικός πλούτος».
Δεν μπορεί να υπάρξει αναθεώρηση του Ρ.Σ.Α. χωρίς επανεξέταση των φυσικών πόρων αυτής της πόλης. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός της αντικατάστασης του παλιού μαύρου νέφους της δεκαετίας του ’80 με ένα νέο πιο ύπουλο (αφού φαίνεται λιγότερο) που προκαλεί όμως ίδιες και χειρότερες επιπτώσεις. Πρέπει να δούμε τα νερά, θαλάσσια, υπόγεια και επιφανειακά, τα ρέματα και τις ακτές.
Στους χώρους πρασίνου το ρυθμιστικό του 1985 επεδίωξε τη δημιουργία ενός συστήματος υπερτοπικών πόλων στις τότε διαθέσιμες εκτάσεις σε μία προσπάθεια διάσωσής τους, αλλά και διασύνδεσής τους.
Είναι καιρός η πόλη να