Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ Εσωτερικών,
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές, εκπρόσωποι των Πολιτικών Κομμάτων,
Κύριοι Πρόεδροι της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. και της Τ.Ε.Δ.Κ.Ν.Α.,
Αγαπητοί Συνάδελφοι, Δήμαρχοι και Κοινοτάρχες της Αττικής,
Κυρίες και Κύριοι,
Καθώς βρισκόμαστε στο τελευταίο μέρος της ημερίδας, στο οποίο εκφράζεται η οπτική των Δήμων, μελών της Τ.Ε.Δ.Κ.Ν.Α., στο υπό συζήτηση θέμα, πιστεύω ότι θα συνιστούσε πλεονασμό -από την πλευρά μας-, η κατάθεση των απόψεών μας, σχετικά με όσα προαπαιτούνται, προκειμένου να μην καταλήξουμε σε ένα αποτέλεσμα το οποίο –παρά τους αφορισμούς και τα αναθέματα- θα βαδίζει στο δρόμο που χάραξε η τελευταία, με μικροκομματικά κριτήρια, ατελής και ατελέσφορη μεταρρύθμιση, με την κωδική ονομασία «Ιωάννης Καποδίστριας».
Κι επειδή, όλοι μας –πιστεύω-, σε επίπεδο αρχών, συμφωνούμε με το πλαίσιο που διατύπωσαν η ΚΕΔΚΕ και η ΤΕΔΚΝΑ, προκειμένου να προχωρήσει η Διοικητική Μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη ο Τόπος, θα μου επιτρέψετε να επικεντρωθώ, σε αυτό που φαντάζει, και είναι τελικά, το πιο ακανθώδες τμήμα της όλης προσπάθειας. Δηλαδή, σε ότι αφορά στη διοικητική συνένωση των σημερινών ΟΤΑ. Και τούτο, διότι, παρά τις διαβεβαιώσεις περί των αγαθών προθέσεων του σήμερα, και τους αφορισμούς για τα λάθη του χθες, είναι φανερό ότι για μια ακόμη φορά, δεν αποδίδεται η πρέπουσα σημασία, στην πιο σημαντική παράμετρο, που σημαδεύει την εικόνα και το βηματισμό της Χώρας μας.
Αναφέρομαι στο γεγονός ότι, η Ελλάδα, είναι ίσως η μοναδική Χώρα της Ευρώπης και του κόσμου, με ενάμιση αστικό κέντρο, και με μια πρωτεύουσα, στην οποία ζει ο μισός πληθυσμός της. Κι αντί, αυτή η πραγματικότητα, να αποτελεί την αφετηρία των προσεγγίσεών μας και να αποτυπώνεται –κυρίαρχα- στη συλλογιστική μας, αντί να καθορίζει τους προβληματισμούς μας, σε οτιδήποτε έχει σχέση με τη διοικητική μεταρρύθμιση, αντιμετωπίζεται ως ένα επουσιώδες ζήτημα.
Μιλάμε, Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι, για ένα πρόβλημα υπαρκτό, για τη διαμόρφωση του οποίου, φυσικά και δε φέρουν ευθύνη οι Πολίτες αυτής της Χώρας, ούτε βέβαια είναι αποτέλεσμα των επιλογών των φορέων της Αυτοδιοίκησης. Ωστόσο, όλοι διαπιστώνουμε ότι απουσιάζει ακόμη και η απλή αναφορά σε αυτήν την τεράστια πληθυσμιακή συγκέντρωση στην Αττική, η οποία –πάντως- είτε μας αρέσει είτε όχι, θα πρέπει να καθορίσει και το πλαίσιο του διαλόγου μας και την κατεύθυνση των αποφάσεών μας, για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση της Χώρας.
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Επιτρέψτε μου, να θέσω υπό την κρίση σας δύο αλληλένδετα ερωτήματα:
Επειδή, όλες οι προσπάθειές μας, επιβάλλεται να κατατείνουν στην ισόρροπη ανάπτυξη της Χώρας, αρκεί η εκπλήρωση των όρων που θέτουμε, για τη νέα διοικητική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, για να διασφαλίσουμε το βηματισμό προς την πολυπόθητη, ισόρροπη ανάπτυξη σε κάθε γωνιά της Πατρίδας, αν –ταυτοχρόνως- δεν αμφισβητούμε στην πράξη, αυτό το φοβερό «ελληνικό μοντέλο», που κατάφερε να συγκεντρώσει στο Λεκανοπέδιο το μισό πληθυσμό της Χώρας;
Ή, να το διατυπώσω διαφορετικά: αρκεί, η υπό συζήτηση νέα διοικητική διαίρεση της Χώρας, για να γίνει πράξη, η πολυπόθητη, όσο και αναγκαία, ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη, με προοπτική, σε κάθε γωνιά της Πατρίδας μας; Και προχωρώντας ένα βήμα παραπάνω, σας καλώ να αναρωτηθούμε, τι περιθώρια προόδου, ανάπτυξης, ποιότητας ζωής έχει ένας τόπος σαν το Λεκανοπέδιο, που ασφυκτιά από τον υπερπληθυσμό, την υπερσυγκέντρωση της βαριάς βιομηχανίας και των πάσης φύσεως παραγωγικών δραστηριοτήτων;
Και, το δεύτερο ερώτημα: Δικαιούμαστε, όσο δεν αμφισβητούμε αλλά ισχυροποιούμε και τροφοδοτούμε αυτό το φαινόμενο, να σχεδιάζουμε το μέλλον μας, λες και δεν υπάρχει; επικαλούμενοι, μάλιστα, επιλογές και πρότυπα ευρωπαϊκών χωρών, που το πρώτο που διασφάλισαν ήταν η ισομέρεια στην κατανομή του πληθυσμού τους και στην παραγωγή τους, άρα και η υγιής ανάπτυξή τους;
Ξεχνάμε –μήπως- ότι, σε αυτόν τον πολυάνθρωπο, υδροκέφαλο τόπο, δεν είμαστε σε θέση ούτε κι αυτόν τον περιφερειακό σχεδιασμό για τα απορρίμματα να υλοποιήσουμε;
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Ουδείς, φυσικά, έχει την απαίτηση, από την Πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση, που εισπράττει τη μεγαλύτερη αλλά και αμεσότερη δυσαρέσκεια των Πολιτών, για τις συνθήκες που βιώνουν στο Λεκανοπέδιο, να τεθεί επικεφαλής μιας προσπάθειας, που θα στοχεύει στη διακοπή της στρεβλής πορείας του Τόπου και στην ανατροπή του σκηνικού που εγγυάται τη διαιώνιση της ασφυξίας μας. Άλλωστε, η Πολιτεία έχει φροντίσει να «προικίσει» τους Δήμους και τις Κοινότητες, με σωρεία προβλημάτων, ώστε –δυστυχώς- να φαντάζει πολυτέλεια, ακόμη και η διατύπωση τέτοιων προβληματισμών.
Βλέποντας, λοιπόν, κι ακούγοντας, όσα συνοδεύουν τις προσδοκίες με τις οποίες επενδύουμε την επί θύραις διοικητική μεταρρύθμιση, αντιλαμβανόμαστε ότι, άσχετα αν δεν το λέμε ευθέως, όλοι μας έχουμε μία και μόνη προσδοκία: Να διαμορφώσουμε, επιτέλους, το πλαίσιο που θα περιορίσει το Κράτος σε επιτελικό ρόλο, θα ισχυροποιήσει τους Δήμους και θα διασφαλίσει την αποτελεσματικότητά τους και τη λειτουργία της τοπικής δημοκρατίας. Αρκεί, όμως, η μερική και σταδιακή εκπλήρωση, αυτής της προσδοκίας, προκειμένου να δρομολογηθεί η πορεία που έχει ανάγκη η Πατρίδα;
Σταματώ, στο σημείο αυτό, την παράθεση ερωτημάτων, στα οποία –ούτως ή άλλως, και πρωτίστως- οφείλουν απαντήσεις, οι πολιτικές δυνάμεις της Χώρας, και επικεντρώνομαι στο βασικό πλαίσιο της επί θύραις διοικητικής μεταρρύθμισης.
Σπεύδω, όμως, να προλάβω τον αντίλογο, που μπορεί να συμπυκνωθεί στην παράθεση ενός πραγματικά σοβαρού επιχειρήματος, που αφορά στην προβλεπόμενη αναλογία κατανομής του ΕΣΠΑ, με το 80% να δρομολογείται προς την Περιφέρεια, και το 20% προς το Κέντρο. Και, επ΄ αυτού είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω:
Πρώτον: το ποσοστό που έλαβε η Τοπική Αυτοδιοίκηση από το Γ΄ ΚΠΣ, ήταν της τάξεως του 11%, ποσοστό στο οποίο αναμένεται να κινηθούν τα κονδύλια, προς τους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ, και μέσω του ΕΣΠΑ, και,
Δεύτερον: Το γεγονός ότι οι χαρακτηρισμοί «Κέντρο» και «Περιφέρεια», εμπεριέχουν σαφέστατα, μόνο το γεωγραφικό κριτήριο. Και τούτο, διότι, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο δράσης, το οποίο –επί της ουσίας- εθελοτυφλεί, αρνείται να δει κατάματα την πραγματικότητα, γι αυτό και δεν αντιλαμβάνεται ότι, χαρακτηριστικά της υποβαθμισμένης Περιφέρειας συναντώνται παντού, κυρίως σε πολλές περιοχές της Πρωτεύουσας, και πρωτίστως στη Δυτική Αττική, στην οποία –επί πολλές δεκαετίες- λειτουργεί, χωρίς αρχές και κανόνες, το ένα και μοναδικό βιομηχανικό κέντρο της Χώρας, το οποίο εσχάτως γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί και στο κομβικότερο ενεργειακό κέντρο της Ελλάδας.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, λοιπόν, που το διαμορφώνουν οι πραγματικότητες που παρέθεσα, καλούμαστε να δούμε τη διοικητική μεταρρύθμιση τόσο στο σύνολο της Χώρας, όσο και στο υποσύνολο που καλύπτει η ΤΕΔΚΝΑ. Κι είναι, αυτές οι πραγματικότητες, που επιτάσσουν:
-Να μη λησμονούμε τα πραγματικά πληθυσμιακά και άλλα μεγέθη της Αττικής, άρα και τον όγκο, τη φύση και την ποικιλία των προβλημάτων που αποτυπώνονται σήμερα, αλλά και εκείνων που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε αύριο.
-Να μην αυταπατόμαστε ότι, δια της διοικητικής μεταρρύθμισης, θα αντιμετωπίσουμε την πολυδιάστατη ασφυξία της περιοχής, αφού την ίδια ώρα, με κορυφαίες, στρατηγικές επιλογές, όπως αυτές που αφορούν στη μετατροπή της Αττικής στο σημαντικότερο εθνικό κόμβο ενέργειας, κάνουμε ότι μπορούμε για να ενισχύσουμε το ρεύμα της μετανάστευσης από την ύπαιθρο προς το Λεκανοπέδιο.
Υπό το φως, λοιπόν, αυτών των δεδομένων, καλούμαστε να μελετήσουμε -από πάσης απόψεως- τα σημερινά αλλά και τα μελλοντικά χαρακτηριστικά του Τόπου μας, ώστε να αποφύγουμε, πάση θυσία, κάποιες απλουστευτικές, αριθμητικές προσεγγίσεις, σε ότι αφορά στις επικείμενες συνενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων.
Και τούτο, διότι, ο κλήρος της πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης της Αττικής, αφού οι πολιτικές δυνάμεις δε συστρατεύονται σε ένα πολυκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης της Χώρας, είναι να απαιτήσουμε και να επιβάλλουμε, ολοκληρωμένο πρόγραμμα χωροθέτ